απιθανότητα

απιθανότητα
[-ης (-ητος)] η неправдоподобие, невероятность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απιθανότητα" в других словарях:

  • απιθανότητα — η (Α ἀπιθανότης) η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς, το να είναι κάτι απίθανο …   Dictionary of Greek

  • απιθανότητα — η έλλειψη πιθανότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπιθανότητα — ἀπιθανότης improbability fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»