- απιθανότητα
- [-ης (-ητος)] η неправдоподобие, невероятность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απιθανότητα — η (Α ἀπιθανότης) η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς, το να είναι κάτι απίθανο … Dictionary of Greek
απιθανότητα — η έλλειψη πιθανότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπιθανότητα — ἀπιθανότης improbability fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα … Dictionary of Greek